- αυάτα
- αὐάτα, η (αιολ. τ.) (Α)η άτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐάταν — αὐάτᾱν , ἄτη bewilderment fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek